- ξαρμυρίζω
- βλ. εξαλμυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαρμυρίζω — ξαρμυρίζω, ξαρμύρισα, ξαρμυρισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαρμυρίζω — ξαρμύρισα, ξαρμυρίστηκα, ξαρμυρισμένος, μτβ. και αμτβ., αφαιρώ ή αποβάλλω την αρμύρα: Βάλε το τυρί στο νερό να ξαρμυρίσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαλμυρίζω — και ξαρμυρίζω και ξαρμίζω και ξαρμυραίνω [αλμυρίζω] 1. αφαιρώ την άλμη τελείως ή εν μέρει 2. χάνω την αλμυρότητά μου … Dictionary of Greek
ξαρμίζω — ξάρμισα, ξαρμίστηκα, ξαρμισμένος, ξαρμυρίζω, αφαιρώ την αρμύρα: Πλενόταν ο μέγας Οδυσσέας ξαρμίζοντας την πλάτη του (Oδύσσεια, μτφρ. Εφταλιώτη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)